- μεθυλένιο(ν)
- το хим. метилен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά … Dictionary of Greek
μεθυλένιο — το ίου (χημ.), δισθενής ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και τρία υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… … Dictionary of Greek
πολυμεθυλένια — τα, Ν χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους ακέραιο αριθμό ριζών μεθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymethylene < πολυ * + μεθυλένιο (< μέθυ + ύλη)] … Dictionary of Greek
τετραμεθυλένιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetramethylene < τετρ(α) * + μεθυλένιο] … Dictionary of Greek
τριοξυμεθυλένιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τριοξάνιο, η οποία χρησιμοποιείται για τη διατήρηση αποστειρωμένου υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trioxymethylene < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxy < … Dictionary of Greek
καρβένια — Ασταθείς οργανικές ενώσεις που περιέχουν ένα ηλεκτρικά ουδέτερο δισθενές άτομο άνθρακα. Έχουν γενικό τύπο RR’C: (όπου R, R’ αλκύλια, ενώ οι τελείες συμβολίζουν δύο αδέσμευτα ηλεκτρόνια). To πιο απλό κ. είναι το μεθυλένιο :CH2, που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek